Γι’ αυτούς που δεν μπορούν, Ηρόδοτε, να μελετήσουν με ακρίβεια κάθε ένα από αυτά που έχουν γραφεί από εμένα στο Περί φύσεως, ούτε να διεξέλθουν τα μεγαλύτερα συγγράμματα που έχουν από εμένα συνταχθεί, έχω συνθέσει επιτομή ολόκληρου του συστήματος για να μπορούν να κρατούν στη μνήμη τους οι ενδιαφερόμενοι τα βασικότερα της διδασκαλίας μου και για να μπορούν σε κάθε ευκαιρία να έχουν γι’ αυτά ένα βοήθημα, όταν θα απασχολούνται με τη μελέτη της φύσεως.
Αλλά και αυτοί που έχουν προχωρήσει αρκετά στην εποπτεία του όλου συστήματος, θα πρέπει να έχουν στο μυαλό τους μια στοιχειώδη σκιαγραφία για όλη τη διαπραγμάτευση του θέματος. Γιατί συχνά έχουμε ανάγκη από τη συνολική διαπραγμάτευση του θέματος χωρίς να χρειαζόμαστε, όμως στον ίδιο βαθμό και την λεπτομερειακή. Θα πρέπει, λοιπόν, συνεχώς εκείνα να ακολουθούμε και να τα απομνημονεύουμε, τόσο ώστε με αυτά να επιτευχθεί μια έγκυρη κατανόηση των γεγονότων, ώστε και η λεπτομέρεια να διακριβωθεί, αφού θα έχουμε μια σωστή κατανόηση και απομνημόνευση των γενικών απόψεων. Αφού και του ανθρώπου που έχει μυηθεί πλήρως στο σύστημα είναι προνόμιο η εύκολη χρήση των εννοιών, το να μπορεί να χρησιμοποιεί απλούς όρους για τα στοιχειώδη γεγονότα. Και θα μπορούσε αυτό να γίνει για όλα, αφού συγκεντρωθούν τα άλλα πράγματα και αφού τα συμπεριλάβουμε σε σύντομες διατυπώσεις. Γιατί δεν είναι δυνατόν να συγκεντρωθούν τα αποτελέσματα μιας συνεχούς επιμελημένης έρευνας της ολότητας των πραγμάτων, αν δεν μπορούμε να τα συμπεριλάβουμε σε σύντομες διατυπώσεις και να συγκρατούμε στο μυαλό μας καθετί που με ακρίβεια έχει εκφραστεί ακόμη και στην παραμικρή του λεπτομέρεια. Επομένως αφού, λοιπόν, μια τέτοια μέθοδος είναι χρήσιμη στους εξοικειωμένους με τη φυσική επιστήμη, εγώ, που αφιέρωσα όλη την ενεργητικότητά μου συνεχώς σ’ αυτό το θέμα και καρπώνομαι μια απολαυστική γαλήνη στη ζωή μου, έκανα για χάρη σου μια τέτοια επιτομή και στοιχειώδη περίληψη όλων των απόψεων.
Πρώτα λοιπόν, Ηρόδοτε, πρέπει να ορίσουμε με ακρίβεια τις έννοιες που αντιστοιχούν στις λέξεις, για να μπορούμε να φτάσουμε σε κρίσεις ανάγοντας σ’ αυτές τις έννοιες, τις γνώμες, τις έρευνες και τις απορίες, και να μη χάνονται οι αποδείξεις μας στο άπειρο, αφού όλα θα τα αφήνουμε άκριτα ή θα χρησιμοποιούμε άδειες φράσεις. Γιατί είναι ανάγκη το αρχικό νόημα κάθε λέξης να είναι φανερό και να μη χρειαζόμαστε απόδειξη, αν θέλουμε να έχουμε κάτι σταθερό στο οποίο θα αναφερόμαστε σε σχέση με αυτό που ζητάμε ή ερευνάμε ή υποθέτουμε. Επίσης, θα πρέπει να στηριζόμαστε στις αισθήσεις και συγκεκριμένα στις παραστάσεις που μας δίνει η διάνοια ή όποιο άλλο κριτήριο, καθώς επίσης και στα σχετικά μ’ αυτά συναισθήματα, για να μπορούμε με βάση αυτά να βγάλουμε συμπεράσματα για όσα επιδέχονται επιβεβαίωση και για τα άδηλα.
Αφού τα συμπεριλάβουμε αυτά, πρέπει ήδη να μελετήσουμε και τα άδηλα. Πρώτα πρώτα (πρέπει να ειπούμε) ότι τίποτα δεν γίνεται από το μη ον. Γιατί τότε όλα τα πράγματα θα γίνονταν από όλα [αδιακρίτως] και τίποτα δεν θα είχε ανάγκη από κάποιο σπόρο. Και αν διαλυόταν αυτό που χάνεται σ’ αυτό που δεν υπάρχει, θα είχαν χαθεί όλα τα πράγματα, επειδή αυτό στο οποίο θα διαλύονταν, θα ήταν το μη ον. Και όμως και το σύμπαν πάντοτε τέτοιο ήταν, όποιο είναι και τώρα, και αιωνίως τέτοιο θα είναι. Γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο στο οποίο να μεταβληθεί. Διότι κοντά στο σύμπαν δεν υπάρχει τίποτα, το οποίο αφού έμπαινε μέσα σ’ αυτό, θα μπορούσε να κάνει τη μεταβολή.
Αλλά και το σύμπαν αποτελείται από σώματα και κενό. Ότι υπάρχουν τα σώματα, το επιβεβαιώνει κυρίως η ίδια η αίσθηση, σύμφωνα με την οποία είναι αναγκαίο να συμπεραίνεται το άδηλο με τον συλλογισμό, όπως προηγούμενα ανάφερα. Εάν δεν υπήρχε αυτό που το ονομάζουμε κενό και χώρο και ανέγγιχτη φύση, δεν θα είχαν τα σώματα που να σταθούν ή που να κινηθούν, ενώ ακριβώς όπως φαίνεται κινούνται. Εκτός από αυτά (τα σώματα και το κενό) τίποτα δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί από τον νου ότι υπάρχει, ούτε με άμεση αντίληψη ούτε κατ’ αναλογία με αυτή, γιατί όλα θεωρούνται ως φυσικά σύνολα και όχι ως αυτά που λέγονται ιδιότητες ή συμβεβηκότα.
Και μάλιστα από τα σώματα άλλα είναι σύνθετα κι άλλα απλά, από τα οποία τα σύνθετα έχουν γίνει. Αυτά είναι άτομα (αδιαίρετα) και αμετάβλητα, αν βέβαια δεν πρόκειται όλα να καταστραφούν στο μη ον, αλλά παραμένουν ισχυρά, όταν τα σύνθετα σώματα διαλύονται, γιατί έχουν φύση ολοκληρωμένη και επειδή είναι αδύνατον να διαλυθούν οπωσδήποτε και οπουδήποτε. Ώστε είναι αναγκαίο οι πρώτες αρχές να είναι άτμητες οντότητες.
Αλλ’ όμως το σύμπαν άπειρο είναι, γιατί αυτό που είναι πεπερασμένο, έχει κάποιο άκρο. Το δε άκρο νοείται σε σύγκριση με κάποιο άλλο, επομένως αυτό που δεν έχει άκρο, δεν έχει πέρας. Και εφ’ όσον δεν έχει πέρας, άπειρο θα είναι και όχι πεπερασμένο.
Και μάλιστα το σύμπαν είναι άπειρο και κατά το πλήθος των σωμάτων και ως προς το μέγεθος του κενού. Γιατί αν το κενό ήταν άπειρο, τα σώματα όμως καθορισμένα, πουθενά δεν θα έμεναν τα σώματα, αλλά θα εφέρονταν στο άπειρο κενό διεσπαρμένα, αφού δεν θα έβρισκαν στηρίγματα ή αυτά που θα τα σταματούσαν κατά τη σύγκρουση. Εάν πάλι το κενό ήταν περιορισμένο, δεν θα είχαν τα άπειρα σώματα που να σταθούν.
Επί πλέον τα άτομα των σωμάτων που δεν έχουν κενά και από τα οποία αποτελούνται τα σύνθετα σώματα και στα οποία διαλύονται, είναι ασύλληπτα ως προς τις διαφορές των σχημάτων τους. Γιατί δεν είναι δυνατόν να γίνει τόσο μεγάλη ποικιλία πραγμάτων όταν έχουν συμπεριληφθεί όμοια σχήματα. Και τα όμοια άτομα από κάθε είδος σχήματος εντελώς άπειρα είναι, σχετικά δε με τις διαφορές όχι εντελώς άπειρα, αλλά αδιανόητα. [Γιατί, καθόλου, όπως λέει, η υποδιαίρεση δεν μπορεί να συνεχίζει επ’ άπειρον. Κι αυτό, επειδή μεταβάλλονται οι ιδιότητες, αν είναι να μην ανάγει κανείς τα μεγέθη τους στο άπειρο].
Και συνεχώς κινούνται τα άτομα [αναφέρει ακόμη ότι κινούνται με ίση ταχύτητα, αφού το κενό παρέχει την ίδια δυνατότητα και στο πολύ βαρύ και στο πολύ ελαφρύ] στον αιώνα τον άπαντα και μερικά απέχουν μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, άλλα πάλι πάλλουν επί τόπου, αν βρεθούν κλεισμένα μέσα σε περιπλοκή ή τριγυρισμένα από μάζα άλλων ατόμων πλασμένων να περιπλέκουν. Διότι η ίδια η φύση του κενού, η οποία καθορίζει το καθένα από αυτά, δημιουργεί κενό δημιουργεί και την υποστήριξη, χωρίς να είναι τέτοια η ίδια. Και η στερεότητα που υπάρχει σ’ αυτά κατά τη σύγκρουση, τα κάνει να αναπηδούν, παρά τη μικρή απόσταση όπου αναπηδούν, όταν βρεθούν αιχμαλωτισμένα σε μια μάζα από άτομα. Αρχή δε αυτών δεν υπάρχει, αφού τα άτομα και το κενό είναι αιώνια. [Αναφέρει στη συνέχεια πιο κάτω ότι τα άτομα δεν έχουν καμία ιδιότητα εκτός από το σχήμα, το μέγεθος και το βάρος. Το δε χρώμα αλλάζει ένεκα της θέσης των ατόμων, (όπως) ισχυρίζεται στο έργο του “Δώδεκα στοιχειώσεις”. Σχετικά με τα άτομα, δεν υπάρχει σ’ αυτά κανένα μέγεθος. Γιατί κανένα άτομο ποτέ δεν έχει γίνει αντιληπτό από τις αισθήσεις].
Η επανάληψη σε τέτοια έκταση όλων αυτών που τώρα φέρνουμε στο μυαλό μας, μας δίνει επαρκή σκιαγραφία για να καταλάβουμε τη φύση των όντων.
Αλλ’ όμως και οι κόσμοι είναι άπειροι, τόσο οι όμοιοι με τον δικό μας όσο και οι ανόμοιοι. Επειδή τα άτομα είναι άπειρα, όπως προ ολίγου αποδείχθηκε, μπορούν να πηγαίνουν ως τις πιο μακρινές αποστάσεις. Γιατί αυτού του είδους τα άτομα από τα οποία θα ήταν δυνατόν να γεννηθεί ο κόσμος ή από τα οποία θα μπορούσε να δημιουργηθεί, δεν εξαντλούνται ούτε με ένα κόσμο ούτε με πεπερασμένο αριθμό ούτε με όσους είναι τέτοιοι ούτε με όσους είναι διαφορετικοί από το δικό μας. Επομένως τίποτε δεν υπάρχει το οποίο θα σταθεί εμπόδιο στην απειρία των κόσμων.
Και όμως και εικόνες υπάρχουν εκτός από τα στερεά σώματα που έχουν το ίδιο σχήμα με εκείνα και που ξεπερνούν ασύγκριτα σε λεπτότητα όλα τα πράγματα που βλέπουμε. Γιατί πραγματικά δεν είναι αδύνατο να γίνονται στο περιβάλλον ενώσεις τέτοιες ούτε να λείπουν ευνοϊκές συνθήκες για την δημιουργία – κατεργασία κοιλωμάτων και επιφανειών, ούτε οι απόρροιες να μην διατηρήσουν την ίδια θέση και τάξη που έχουν μέσα στα στερεά. Αυτούς τους τύπους είδωλα τους ονομάζουμε. Και όμως, εφ’ όσον το κενό δεν αντιστέκεται καθόλου στη δια μέσου του κίνηση, καθίσταται δυνατό να καλυφθούν αποστάσεις από τα είδωλα σε χρονικό διάστημα αδιανόητο από το νου μας. Γιατί η βραδύτητα είναι η δύναμη της αντίστασης, η οποία συντελεί στην ανακοπή της ταχύτητας, και στο σημείο αυτό δεν υπάρχει αντίσταση. Αλλά, όμως, σε χρόνο τόσο ελάχιστο, που δεν μπορεί το λογικό μας να συλλάβει, είναι δυνατόν το κινούμενο σώμα να βρεθεί σε τόπους περισσότερους από έναν – πράγμα που και αυτό είναι αδιανόητο – και είναι δυνατόν ταυτόχρονα να φθάνει σε χρόνο αισθητά αντιληπτό, από το άπειρο, από οποιοδήποτε σημείο, και άσχετα τελείως από την κίνηση που μπορούνε να αντιληφθούμε. Επειδή η αντίσταση δημιουργεί την αλλαγή κατεύθυνσης. Αυτό, μάλιστα, (γίνεται) χωρίς να υπολογίσουμε την ταχύτητά του. Είναι δε χρήσιμο να αντιληφθούμε και τούτο το στοιχείο. Έπειτα (πρέπει να αντιληφθούμε) ότι η λεπτότητα των ειδώλων δεν συγκρίνεται με τα φαινόμενα. Επομένως έχουν και ανυπέρβλητη ταχύτητα, εφ’ όσον πάντοτε βρίσκουν δίοδο για να περάσουν, διότι δεν υπάρχει τίποτα που να μπορεί να εμποδίσει, αντίθετα, όμως, αν βρίσκονται πολλά μαζί και άπειρα, κατ’ εξοχήν βρίσκουν αντίσταση. Εκτός δε από αυτά πρέπει να προσθέσουμε ότι η γένεση των ειδώλων είναι γοργή όπως η σκέψη. Και διότι γίνεται από την επιφάνεια των σωμάτων συνεχής ροή χωρίς να σημειώνεται αισθητή ελάττωση στα τελευταία, γιατί εκείνο που φεύγει, αναπληρώνεται από τα άλλα είδωλα που στην πορεία αρπάζονται από τα σώματα. Ύστερα σαν φύγουν από τα σώματα τα στοιχεία των ειδώλων δεν έχουν παρά να κρατήσουν. Και πραγματικά κρατάει το καθένα για πολύ καιρό τη θέση και την τάξη που είχαν στην επιφάνεια των σωμάτων αυτών αν και μερικές φορές γίνεται σύγχυση. Μερικά από αυτά τα είδωλα σχηματίζονται πολύ γρήγορα στον αέρα γιατί δεν χρειάζεται να έχουν καμία στερεά σύσταση. Υπάρχουν και μερικοί άλλοι τρόποι που με αυτούς μπορούν να σχηματιστούν αυτά τα είδη. Γιατί κανένα από αυτά δεν διαψεύδεται από τις αισθήσεις, αν ζητήσει κανένας να μάθει με ποιο τρόπο οι παραστάσεις από τον εξωτερικό κόσμο θα έρχονται προς εμάς.
Πρέπει ακόμη να δεχτούμε ότι κάτι έρχεται από τα έξω προς εμάς και μας κάνει να βλέπουμε τις μορφές και να τις νιώθουμε. Γιατί στα εξωτερικά αντικείμενα δεν θα μπορούσαν να αποτυπώσουν την δική τους φύση, τόσο τα χρώματα όσο και τις μορφές, που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά και σ’ εμάς, ούτε διαμέσου των ακτίνων, ούτε με οποιασδήποτε φύσεως ρεύματα που εκπορεύονται από εμάς προς εκείνα.
Τίποτα από όλα αυτά δεν δίνει ικανοποιητική εξήγηση έστω κι αν δεχτούμε ότι από τα αντικείμενα αποσπώνται είδωλα όμοια στη μορφή και στο χρώμα με τα σώματα που περνούν σ’ εμάς σε μέγεθος αναλογικά με το μάτι και τον νου, σμικρυνόμενα είδωλα που τρέχουν με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Έπειτα από αυτή την αιτία επειδή τα είδωλα αυτά κινούνται με μεγάλη ταχύτητα, πράγμα που τα κάνει ικανά να σχηματίσουν με τη συγκέντρωσή τους την παράσταση ενιαίου και συναρτημένου αντικειμένου και να διατηρήσουν την ομοιομορφία με το αντικείμενο, παρά το κενό του εσωτερικού τους. Γιατί το σώμα δίνει σε κάθε τους επιφάνεια αρκετό στήριγμα με τη βοήθεια της προώθησης που αποτυπώνεται στο είδωλο από το εσωτερικό προς το εξωτερικό, από τα δονούμενα άτομα του στερεού και γεμάτου σώματος που την εκπέμπει στο γύρω χώρο και έτσι η παράσταση την οποία θα λάβουμε με το νου ή με τα αισθητήρια, είτε πρόκειται για τη μορφή είτε για τις συμπυκνωτικές ιδιότητες, είναι πάντοτε η μορφή του στερεού, η οποία έγινε από το ίδιο το αντικείμενο που σχηματίστηκε από τη μια και από την άλλη από το απόθεμα των ειδώλων που έχει αφήσει το αντικείμενο. Το λάθος και η πλάνη βρίσκονται πάντοτε στη γνώμη που έχει σχηματισθεί εκ των προτέρων, όταν ένα γεγονός περιμένει επιβεβαίωση ή απουσία αντίφασης και ύστερα δεν επιβεβαιώνεται ή αντιφάσκεται. Γιατί και η ομοιότητα αυτών που πραγματικά υπάρχουν και ονομάζονται αληθινά δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί αν δεν υπάρχουν από τη μια μεριά είδωλα σταλμένα σ’ εμάς, οι μορφές που βλέπουμε π.χ. στους καθρέπτες ή στα όνειρα ή κάποια άλλα πλάσματα του νου ή των υπολοίπων κριτηρίων. Το δε λάθος (από την άλλη μεριά) δεν θα υπήρχε αν δεν αντιλαμβανόμαστε και κάποια άλλη κίνηση, συνδεδεμένη μεν [με την φανταστική επιβολή], χωρισμένη, όμως, από το αντικείμενο. Σύμφωνα με αυτή, αν δεν επιβεβαιωθεί ή αν διαψευσθεί, η πλάνη προκύπτει, αν επιβεβαιωθεί ή δε διαψευσθεί, προκύπτει η αλήθεια. Και πρέπει αυτή την άποψη πολύ καλά να την κατέχουμε. Αν θέλουμε να μην αναιρέσουμε όλα τα κριτήρια που βασίζονται στην ενάργεια, ούτε με το να επιβεβαιώνουμε το λάθος κατά τον ίδιο τρόπο και φέρουμε σε όλα αυτά γενική σύγχυση.
Αλλ’ όμως και ακοή με τη σειρά της γίνεται από κάποιο ρεύμα που έρχεται σ’ εμάς από αντικείμενο που εκπέμπει φωνή ή ήχο ή κρότο ή με οποιοδήποτε τρόπο παράγει το αίσθημα της ακοής. Το ρεύμα αυτό διασκορπίζεται σε ομοιογενή σωματίδια, τα οποία διατηρούν κάποια αμοιβαία συνοχή και ενότητα που επεκτείνεται ως το αντικείμενο που τα εξέπεμψε, και έτσι ως επί το πλείστον πραγματοποιείται η αντίληψη (επαίσθηση), ειδεμή μόνο η παρουσία του εξωτερικού αντικειμένου φανερώνει. Γιατί χωρίς τη μεταβίβαση από το αντικείμενο κάποιας συνοχής μεταξύ των μερών δεν είναι δυνατόν να γίνει αυτή η αίσθηση, γι’ αυτό και δεν πρέπει να θεωρούμε ότι ο ίδιος ο αέρας διαμορφώνεται σε σχήματα από τις φωνές που εκπέμπονται ή ότι σχηματίζεται από κάτι παρόμοιο (γιατί απέχει πολύ από το να πάθει κάτι τέτοιο απ’ αυτές [τις φωνές]), αλλά με το χτύπημα του αέρα που γίνεται μέσα μας όταν βγάζουμε φωνή, προκαλείται μετατόπιση σωματιδίων που παράγει ρεύμα όμοιο με ανάσα, κι αυτή η μετατόπιση δημιουργεί το αίσθημα της ακοής.
Αλλά πρέπει να θεωρούμε ότι η οσμή, όπως και η ακοή, δεν θα μπορέσει ποτέ να παράγει κανένα αίσθημα αν δεν μεταβιβάζονται από το αντικείμενο μερικοί σχηματισμοί σωματιδίων κατάλληλων να ερεθίζουν το αισθητήριο της όσφρησης. Μερικοί, από αυτούς το ερεθίζουν κατά τρόπο που προκαλεί σύγχυση και ταραχή και άλλοι δημιουργούν ήσυχα και ευχάριστα ερεθίσματα.
Και κυρίως πρέπει να θεωρούμε ότι τα άτομα από όλες τις ιδιότητες που παρουσιάζονται στον εξωτερικό κόσμο έχουν μόνο το σχήμα, το βάρος, το μέγεθος και όσα είναι αξεχώριστα από το σχήμα. Γιατί πραγματικά κάθε ιδιότητα αλλάζει, ενώ τα άτομα δεν αλλάζουν διόλου αφού πρέπει σε κάθε διάλυση του σύνθετου να μένει κάτι στερεό και αδιάλυτο, κάτι που να κάνει τις αλλαγές με απλή μετάθεση των ατόμων, ώστε οι αλλαγές να μην καταλήγουν στο μη ον, ούτε και να γίνονται από το μη ον. Επομένως πρέπει να δεχτούμε ότι εκείνο που αλλάζει θέση είναι άφθαρτο και ότι έχει τη φύση αυτού που μεταβάλλεται, αλλά είναι προικισμένο με δική του μάζα και διαμόρφωση. Γιατί αυτά (μάζα – σχήμα) πρέπει να παραμένουν, να έχουν σταθερή υπόσταση. Γιατί βέβαια και στην πρακτική μας ζωή, όταν βλέπουμε μορφικές μεταβολές, σύμφωνα με την άποψη που γίνεται παραδεκτή, πάντοτε παραδεχόμαστε το σχήμα σαν ενύπαρκτο όχι όμως και τις ιδιότητες σαν ενύπαρκτες στο αντικείμενο που μεταβάλλεται, αλλά ότι χάνονται από όλο το σώμα. Έτσι λοιπόν αυτά που απομένουν είναι επαρκή για να δημιουργήσουν τις διαφορές των συνθέτων σωμάτων, αφού είναι ανάγκη να παραμείνει κάτι και να μην καταστρέφονται στο μη ον.
Ακόμη δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχει στα άτομα κάθε είδους μέγεθος για να μη βρεθούμε σε αντίφαση με τα πραγματικά γεγονότα. Αλλά πρέπει να δεχθούμε ότι στο μέγεθος παρουσιάζουν μερικές παραλλαγές. Εφ’ όσον δε και αυτό υπάρχει, καλύτερα να αποδοθούν και τα γεγονότα τα σχετικά με τα συναισθήματα και τις αισθήσεις. Κάθε μέγεθος εφ’ όσον υπήρχε ούτε χρήσιμο θα ήταν στην εξήγηση των διαφορών των ιδιοτήτων. Κοντά σ’ αυτά, στην περίπτωση αυτή θα έπρεπε να υπάρχουν μερικά άτομα που να είναι ορατά στ μάτια μας: πράγμα το οποίο δεν θεωρείται ότι έγινε, ούτε είναι δυνατόν να γίνει, δηλ. να το χωρέσει ο νους μας ότι είναι δυνατόν να γίνει ένα άτομο ορατό. Εκτός δε από αυτά δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχουν σε οποιοδήποτε πεπερασμένο σώμα άπειρα σε αριθμό μέρη, όσο μικρά και αν είναι αυτά. Επομένως δεν πρέπει μόνο να απορρίψουμε την επ’άπειρον μόνο υποδιαίρεση, για να μην εξασθενήσουμε όλα τα πράγματα και στις αντιλήψεις μας για τα αθροίσματα να μην αναγκαζόμαστε να καταλήγουμε στο μη ον αφού εκμηδενίζουμε τα όντα, αλλά δεν πρέπει να νομίζουμε και ότι η μετάβαση στο άπειρο γίνεται στα πεπερασμένα, ούτε σε μικρότερη αύξηση. Γιατί δεν είναι δυνατόν να κατανοηθεί όταν και άπαξ είπε κάποιος ότι άπειρος αριθμός σωματιδίων περιέχονται σε κάτι ή λιγότερα, είναι δυνατόν αυτό να είναι ακόμη πεπερασμένο ως προς το μέγεθος. Γιατί εφ’ όσον είναι φανερό ότι έχουν κάποιο μέγεθος τα απειράριθμα σωματίδια, δεν έχει σημασία οποιοδήποτε και αν είναι το μέγεθος αυτό. Απειράριθμα θα ήσαν και κατά το μέγεθος. Αφού λοιπόν το πεπερασμένο αυτό έχει ένα ακρότατο σημείο κατανοητό, έστω και αν καθαυτό δεν είναι νοητό, είναι ωστόσο νοητό μέσα στο σώμα που ανήκει. Και κατ’ ακολουθία, αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα σώμα που ξεπερνάει το προηγούμενο σε μικρότητα, δεν είναι δυνατόν να μην το δεχθούμε όμοιο με το πρώτο δηλ. ότι έχει και αυτό ένα ακρότατο σημείο που δεν χωρίζεται απ’ αυτό. Και το ελάχιστο στην αίσθηση πρέπει να αντιλαμβανόμαστε ότι ούτε τέτοιο είναι, ως μη αντίστοιχο προς το ικανό να επεκτείνει, ούτε πάλι ως εξ ολοκλήρου ανόμοιο, αλλά σαν να έχει κάτι το κοινό με αυτά που μπορούν να επεκταθούν, αν και δεν παρουσιάζει διάκριση μερών. Αλλά όταν εξαιτίας των κοινών στοιχείων δεχτούμε πως κάποιο έχει κοινές ιδιότητες με τα σώματα που τα άτομά τους είναι ευδιάκριτα και μπορούν να μετατεθούν, και μπορέσουμε να αντιληφθούμε σ’ αυτό άτομα που τα τοποθετούμε το ένα από εδώ και το άλλο από εκεί, βρισκόμαστε σχετικά με τα άτομα αυτά στην ίδια με τα παραπάνω περίπτωση τη σχετική με το όλο. Και κοιτάζουμε αυτά τα σημεία διαδοχικά, ξεκινώντας από το πρώτο, όχι το ίδιο καθαυτό ούτε εκεί που αγγίζει τα πλαϊνά του, αλλά βάσει της χαρακτηριστικής τους ιδιότητας ν’ αποτελούν μέτρο του μεγέθους των σωμάτων, με το να είναι περισσότερα σε μεγαλύτερο σώμα και λιγότερα σε μικρότερο. Πρέπει, λοιπόν, να θεωρούμε ότι και το ελάχιστο μέρος του ατόμου επίσης έχει την ίδια σχέση με το όλον. Γιατί παρ’ όλη τη μικρότητά του, είναι προφανές ότι ξεπερνά εκείνο που γίνεται αισθητό, διατηρεί όμως τις ίδιες σχέσεις. Πραγματικά, δεχτήκαμε ότι το άτομο έχει ένα μέγεθος από αναλογία προς τα νοητά πράγματα ξεκινώντας από κάτι μικρό και αποφεύγοντας να πάμε πολύ μακριά τα όρια της μικρότητας. Πρέπει ακόμη να δεχθούμε πως υπάρχουν απόλυτα ελάχιστα και έσχατα όρια μέσα στα άτομα. Αυτά τα ελάχιστα είναι το αρχικό μέτρο για να καθορίζουμε όλα τα μεγέθη, όσο τεράστια και όσο μικρά και αν είναι. Λέμε όλα τα μεγέθη, διότι πρόκειται να εκτιμήσουμε με το συλλογικό τα αόρατα μεγέθη. Γιατί πραγματικά η κοινή συμμετοχή που υπάρχει σ’ αυτά σχετικά με τα αμετάβολα, φθάνει για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα αυτό. Όμως αυτά τα ελάχιστα μέρη του ατόμου είναι αδύνατον να αποτελέσουν σύμπλεγμα καθόσον είναι ανίκανα να κινηθούν.
Και όμως δεν πρέπει να ορίζουμε για το άπειρο το ανώτερο και το κατώτερο για το ανώτατο και το κατώτατο (σαν να υπάρχει ένα ζενίθ και ναδίρ). Για τον χώρο πάνω από το κεφάλι μας, όμως, όπου κι αν σταθούμε φθάνει στο άπειρο, και ποτέ δεν θα μας φανεί ο χώρος αυτός ότι είναι άνω και κάτω ταυτόχρονα, αναφορικά με το ίδιο σημείο. Κάτι τέτοιο είναι αδιανόητο. Ώστε πρέπει να πάρουμε μια κατεύθυνση τη εννοούμενη προς τα άνω εις το άπειρο και μια προς τα κάτω, αν και δέκα χιλιάδες φορές προς τα πόδια θα συμβεί, ώστε ένα στοιχείο που ξεκίνησε από εμάς για τους υπεράνω από το κεφάλι μας χώρους, να φτάσει σε εκείνους που βρίσκονται πάνω από εμάς ή αντίστροφα κάτω από εμάς να φτάσει επάνω από το κεφάλι εκείνων που βρίσκονται κάτω από εμάς. Γιατί η όλη κατεύθυνση στην αντίστοιχη περίπτωση νοείται ως επ’ άπειρον επεκτεινόμενη προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επίσης, είναι αναγκαίο τα άτομα να έχουν την ίδια ταχύτητα όταν μετακινούνται δια μέσω του κενού εφ’ όσον δεν συναντούν κανένα εμπόδιο. Γιατί ούτε τα βαριά θα κινηθούν γρηγορότερα από τα μικρά και τα ελαφρά, όταν τίποτα δεν τα αναχαιτίζει, ούτε τα μικρά γρηγορότερα από τα μεγάλα, όσο κι αν βρίσκουν βολικότερο πέρασμα, όταν και σε εκείνα δεν υπάρχει κανένα εμπόδιο. Και η ισότητα αυτή στην ταχύτητα παρατηρείται τόσο στην προς τα πάνω, όσο και στην πλάγια κίνηση που προκαλείται από χτύπημα, αλλά και στην κίνηση προς τα κάτω που οφείλεται στο βάρος τους. Γιατί για όσο χρονικό διάστημα ένα άτομο θα διατηρεί την ώθηση από κάποιο χτύπημα ή από το βάρος του, τόσο διάστημα θα κινείται γρήγορα σαν τη σκέψη, έως ότου συναντήσει εμπόδιο ή από τα έξω ή από το ίδιο του το βάρος αφού δημιουργείται αντίθετη ενέργεια προς τη δύναμη της ωστικής δύναμης. Από το άλλο μέρος θα λεχθεί ότι τα σύνθετα κινούνται γρηγορότερα αφού τα άτομα έχουν ίσην ταχύτητα. Και αυτό γιατί τα άτομα στα αθροίσματα φέρονται προς μια κατεύθυνση κατά τον ελάχιστο συνεχή χρόνο, μολονότι κινούνται προς διάφορες κατευθύνσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα που μόνο θεωρητικά μπορεί να εκτιμηθεί, αλλά συχνά συγκρούονται ώσπου το συνεχές της μετακίνησης να υποπέσει στην αίσθηση. Γιατί η γνώμη που σχηματίζουμε συμπερασματικά σχετικά με το αόρατο, δηλ. πως μονάχα ο χρόνος που την ύπαρξή του μας την αποκαλύπτει το λογικό είναι συνεχής και στο βάθος αισθητός, καθώς και οι κινήσεις που γίνονται μέσα σ’ αυτόν (η γνώμη αυτή ξαναλέμε δεν είναι σωστή) σχετικά με τα αντικείμενα που κινούνται στο κενό, γιατί ένα συμπέρασμα δεν μπορεί να υπερισχύσει μιας άμεσης παρατήρησης. Κανόνας μας είναι ότι μόνο η άμεση παρατήρηση από τις αισθήσεις ή η άμεση κατανόηση από τον νου είναι το σταθερά αληθινό.
Ύστερα από αυτά, αναφορικά με τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, πρέπει να έχουμε υπ’όψη μας (γιατί έτσι θα είναι πιο βέβαιη η πίστη), ότι η ψυχή είναι σώμα που αποτελείται από λεπτότατα μέρη κατεσπαρμένα σε ολόκληρο το άθροισμα των σωματικών μορίων, ομοιότατο με άνεμο ανάμεικτο με θερμότητα. Και από ορισμένες απόψεις είναι όμοιο με άνεμο, ενώ από άλλες με θερμότητα. Αλλά υπάρχει και το τρίτο μέρος που ξεπερνάει κατά πολύ τα δύο άλλα στη λεπτότητα των μορίων του, και μέσω του οποίου βρίσκεται σε στενή επαφή με το υπόλοιπο άθροισμα. Όλο τούτο το φανερώνουν οι δυνάμεις της ψυχής και τα συναισθήματα και οι συγκινήσεις και οι σκέψεις και αυτά που αν τα στερηθούμε, πεθαίνουμε. Και όμως ότι η ψυχή κατέχει το μεγαλύτερο μέρος στην αιτιολογία της αίσθησης, αυτό πρέπει να το γνωρίζουμε. Αλλ’ όμως δεν θα είχε προκαλέσει τα αισθήματα, εάν δεν καλύπτονταν από το υπόλοιπο συσσωμάτωμα. Αλλά και το υπόλοιπο άθροισμα δηλ. το σωματικό μέρος αν και γι’ αυτό τον λόγο της προμηθεύει (της ψυχής) την απαραίτητη αυτή κατάσταση, εντούτοις έχει και αυτό ένα μερίδιο από αυτές τις ικανότητες της ψυχής, όχι όμως όλες όσες εκείνη έχει αποκτήσει. Γιατί αυτό το ίδιο όχι από δική του δύναμη έχει αποκτήσει την ικανότητα αυτή, αλλά κάποιο άλλο πράγμα που ήταν μαζί μ’ αυτό συνδεμένο του την παρασκεύαζε. Το οποίο με τη δύναμη που συντελείτο γύρω από αυτό (το σώμα) κατά την κίνηση, έχει σαν αποτέλεσμα την ιδιότητα της αισθητικότητας και την μεταβιβάζει σε εκείνο λόγω της γειτνίασης και της συνοχής, όπως είπα, αναμεταξύ τους. Για τούτο, εφ’ όσον η ψυχή ενυπάρχει στο σώμα αυτό ποτέ δεν αναισθητοποιείται ακόμα και αν απαλλαγεί από κάποιο άλλο μέρος του. Αυτό που το περιέχει μπορεί να διαλυθεί ή όλο ή εν μέρει και ως εκ τούτου μπορεί να χάνονται μερίδες της ψυχής, σε πείσμα όμως αυτών, αν η ψυχή κατορθώσει να επιζήσει, θα έχει την ικανότητα της αίσθησης. Το υπόλοιπο όμως άθροισμα, είτε όλο εάν επιζήσει είτε ένα μέρος αυτού εάν επιζήσει, δεν θα έχει την αισθητικότητα εάν απαλλαγεί από εκείνο, όσο κι αν είναι μικρό το πλήθος των ατόμων που συντελούν στη φύση της ψυχής. Επίσης, αν διαλυθεί το όλο άθροισμα η ψυχή διασκορπίζεται και δεν έχει τις αυτές δυνατότητες ούτε κινείται, ώστε ούτε αισθητικότητα διαθέτει. Γιατί είναι αδύνατον να θεωρήσουμε ότι αισθάνεται, αν δεν υπάρχει στον οργανισμό και δεν μπορεί, επομένως, να προκαλέσει αυτές τις κινήσεις, όταν αυτό που την περιέχει και την περιβάλλει δεν είναι πια το ίδιο, όπως και το περιβάλλον όπου τώρα υπάρχει και κινείται. ([Αλλά επιπλέον αλλού αναφέρει ότι η ψυχή σύγκειται από άτομα πάρα πολύ λεπτά και στρογγυλότατα, σε κάποιο μεγάλο βαθμό διαφορετικά από τα (άτομα) της φωτιάς]. Και το μεν άλογο μέρος της ψυχής βρίσκεται μέσα στο θώρακα, όπως εκδηλώνεται με χαρές και με φοβίες. Ο ύπνος, επέρχεται, όταν τα μέρη της ψυχής, που είναι διασκορπισμένα σ’ ολόκληρο το σώμα, συγκεντρώνονται ή διασκορπίζονται και στη συνέχεια συγκρούονται και συνευρίσκονται). Το δε σπέρμα προέρχεται από το σύνολο του σώματος και αυτό πρέπει να κατανοήσουμε ότι εννοούμε το ασώματο σύμφωνα με την κοινή σημασία, αν πρόκειται να το εννοήσουμε καθ’ αυτό. Από μόνο του δεν είναι δυνατόν να νοηθεί το ασώματο εκτός από το κενό. Το κενό όμως ούτε να κάνει ούτε να πάθει κάτι είναι δυνατόν, αλλά μόνο κίνηση δια μέσω του εαυτού του παρέχει στα σώματα. Επομένως, αυτοί που λένε ότι η ψυχή είναι ασώματη λένε ανοησίες. Γιατί τίποτα δεν θα μπορούσε να κάνει ή να πάθει, αν ήταν τέτοια (ασώματη). Τώρα όμως και οι δύο αυτές ιδιότητες φαίνεται φανερά ότι υπάρχουν στην ψυχή. Αυτές, λοιπόν, όλες τις σκέψεις περί της ψυχής εάν τις ανάγει κάποιος στα αισθήματα και στα συναισθήματα, αφού μνημονευθούν αυτά που ελέγχθηκαν από την αρχή, θα φανεί ότι είχαμε κατανοήσει ικανοποιητικά το ζήτημα σε σκιαγραφία και ότι θα μπορέσουμε να εξακριβώσουμε (με πεποίθηση και ακρίβεια) τις λεπτομέρειες.
Αλλ’ όμως και τα σχήματα και τα χρώματα και τα μεγέθη και τα βάρη και όσα άλλα (γνωρίσματα) αποδίδονται στα σώματα σαν ιδιότητες (συμβεβηκότα) ή σε όλα ή στα ορατά και όσα είναι αντιληπτά από την αίσθηση, αυτές ακριβώς οι ιδιότητες, δεν πρέπει να νομίζουμε ότι υπάρχουν από μόνες τους (γιατί δεν είναι δυνατόν να το σκεφτούμε αυτό) ούτε ότι δεν υπάρχουν καθόλου, ούτε και να τις θεωρήσουμε σαν ασώματες οντότητες, ούτε σαν μέρη του σώματος αλλά πρέπει να δεχτούμε γενικά από όλα αυτά, ότι ολόκληρο το σώμα, έχει τη μόνιμη φύση του, αν και δεν σχηματίζεται με την συγκέντρωση αυτών, όπως όταν από αυτά τα ίδια τα μόρια θα γίνονταν ένα μεγαλύτερο άθροισμα είτε τα μόρια αυτά είναι από τα πρώτα είτε από οποιαδήποτε μεγέθη μικρότερα από το συγκεκριμένο σύνολο. Αλλά μόνον, όπως λέω, απ’ όλα αυτά, αφού έχει διαφορετική φύση αθάνατη (μόνιμη). Επιπλέον, όλες αυτές έχουν τους δικούς τους χαρακτηριστικούς τρόπους στο να είναι αντιληπτές και να ξεχωρίζονται. Αλλά (υπάρχουν αυτά) όταν συμβαδίζουν με το σύνολο του σώματος με το οποίο είναι συμφυή και ποτέ δεν αποχωρίζονται από αυτό. Σ’ αυτή την πλήρη έννοια του σώματος έχουν λάβει τα κύρια χαρακτηριστικά τους (έτσι δηλώνονται).
Και όμως πολλές φορές στα σώματα παρουσιάζονται ιδιότητες που δεν τα παρακολουθούν μόνιμα και που δεν ανήκουν ούτε στα αόρατα ούτε στα ασώματα. Ώστε κατά τις περισσότερες φορές χρησιμοποιούμε τον όρο συμπτώματα σαν κοινή έννοια και λέμε καθαρά ότι τα συμπτώματα δεν έχουν τη φύση του όλου πράγματος που ανήκουν και το οποίο αφού το συλλάβουμε ως σύνολο, το προσαγορεύουμε με το όνομα του σώματος, χωρίς να παρακολουθούμε εκείνη των μόνιμων ιδιοτήτων, χωρίς τις οποίες είναι αδύνατον να νοηθεί το σώμα. Με ορισμένους όμως τρόπους αντίληψης στους οποίους πάντοτε προσφέρεται το πλήρες (αθρόον) σώμα, το καθένα μπορεί να προσαγορευτεί σύμπτωμα, μόνον όμως εφ’ όσον το βλέπουμε να συμβαίνει. Εφ’ όσον αυτό (το άθροισμα) το σύμπτωμα δεν είναι από τα αιώνια (μόνιμα) επακόλουθα. Δεν πρέπει όμως να εξοβελίσουμε από την πραγματικότητα αυτήν την ενάργεια (την ολοκάθαρη έννοια) γιατί δεν έχει (το σύμπτωμα) την ιδιότητα του όλου στο οποίο ανήκει και από την οποία το λέμε σώμα, ούτε εκείνη των μόνιμων ιδιοτήτων που συνοδεύουν το σώμα, ούτε πάλι πρέπει να θεωρήσουμε ότι το σύμπτωμα έχει ανεξάρτητη ύπαρξη (γιατί αυτό δεν είναι νοητό ούτε γι’ αυτά ούτε για τα άλλα που έχουν μόνιμα χαρακτηριστικά), αλλά όπως είναι φανερό, όλα τα σχετικά με το σώμα πρέπει να τα θεωρήσουμε συμπτώματα και όχι σαν μόνιμα παρακολουθήματά τους ούτε ακόμη ως ανήκοντα στην τάξη αυτοτελών υπάρξεων. Αλλά μάλλον φαίνονται να είναι όπως η ίδια η αίσθηση απαιτεί να είναι.
Επιπλέον, όμως, πρέπει και αυτό το ζήτημα προσεκτικά να κατανοήσουμε. Γιατί τον χρόνο δεν πρέπει να τον ερευνήσουμε όπως τα άλλα ζητήματα, όσα ερευνούμε σε υποκειμενικές έννοιες, ανάγοντάς τον σε έννοιες που έχουν σχηματισθεί από πριν. Αλλά να τον συσχετίσουμε περισσότερο με την ενάργεια που μας κάνει να μιλάμε για μικρή ή μεγάλη χρονική διάρκεια, αφού ανάγουμε στην ίδια έννοια τις δύο καταστάσεις. Ούτε να χρησιμοποιήσουμε όρους λαϊκούς ως καλύτερους αλλά να χρησιμοποιούμε τις λέξεις που υπάρχουν, ούτε να του αποδίδουμε άλλα γνωρίσματα σαν να έχει την ίδια ουσία με αυτή που περιέχεται στην κυριολεκτική σημασία του όρου χρόνος (γιατί αυτό κάνουν μερικοί). Πολύ περισσότερο πρέπει να σκεφτούμε με τι συνδέουμε την ιδιότητα αυτή και με τι την μετρούμε. Γιατί και αυτό δεν έχει ανάγκη πρόσθετης απόδειξης αλλά λίγης σκέψης, επειδή συνδέουμε τις ημέρες και τις νύχτες και τις υποδιαιρέσεις τους (με την έννοια του χρόνου), κατά τον ίδιο τρόπο δε και με τα συναισθήματα και με την ηρεμία της ψυχής και με τις κινήσεις και τις στάσεις, αφού παρατηρούμε σε αυτά πάλι το ίδιο σύμπτωμα (χαρακτηριστικό) σύμφωνα με το οποίο μιλάμε για χρόνο. [Τούτο δε το αναφέρει και στο δεύτερο βιβλίο (του έργου του) "Περί Φύσεως" και στη "Μεγάλη Επιτομή"].
Μετά από όσα έχουμε προαναφέρει, πρέπει να δεχθούμε ότι οι κόσμοι και κάθε σύνθετος οργανισμός που έχει όρια και που παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αυτά τα οποία κάθε στιγμή βλέπουμε γύρω μας, προέρχονται από το άπειρο. Γιατί όλα αυτά μικρά ή μεγάλα έχουν αποχωριστεί από ειδικές συστροφές ατόμων. Και ξανά όλα αυτά διαλύονται, άλλα γρηγορότερα και άλλα αργότερα, τα μεν κάτω από την επήρεια μιας σειράς αιτίων, τα δε από άλλη. [Και στο (έργο του) "Περί Φύσεως" παραδέχεται ότι οι κόσμοι είναι φθαρτοί και ότι μεταβάλλονται τα μέρη τους, και, εκτός των άλλων, ότι η γη στηρίζεται (φέρεται) πάνω στον αέρα]. Ακόμη δεν πρέπει να θεωρούμε ότι κατ’ ανάγκη οι κόσμοι έχουν ένα μόνο σχήμα, [αντίθετα στο δεύτερο βιβλίο "Περί Φύσεως" αναφέρει ότι (οι κόσμοι) έχουν διαφορετικά σχήματα, ότι δηλαδή, άλλοι είναι σφαιρικοί, άλλοι ωοειδείς και άλλοι ότι έχουν διαφορετικό σχήμα. Όμως δεν συμπεριλαμβάνονται όλα τα σχήματα. Και ότι δεν υπάρχουν ζώντα όντα τα οποία αποσπάστηκαν από το άπειρο]. Κανείς άλλωστε, δεν μπορεί να αποδείξει ότι στον έναν (κόσμο) δεν έτυχε να συμπεριληφθούν τα σπέρματα, από τα οποία αποτελούνται τα ζώα, τα φυτά και όλα όσα βλέπουμε, ενώ στον άλλον δεν ήταν δυνατόν (να συμπεριληφθούν). [Κατά τον ίδιο τρόπο συμβαίνει και σχετικά με την τροφή (των ζώντων) όντων]. Κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να θεωρήσουμε ότι εμφανίστηκαν στη γη.
Αλλά πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι και η φύση (ο άνθρωπος) πολλά και διάφορα διδάχτηκε και αναγκάστηκε από τα ίδια τα γεγονότα. Ο δε λογισμός ήρθε ύστερα ν’ αποδείξει αυτά που προσελήφθησαν μ’ αυτόν τον τρόπο και να κάνει καινούργιες ανακαλύψεις. Αυτό σε ορισμένες φυλές έγινε νωρίς, σε άλλες αργότερα. Και οι επιδόσεις που σημειώθηκαν σε ορισμένους καιρούς και χρόνους υπήρξαν μεγαλύτερες και σε άλλους μικρότερες. Γι’ αυτό και οι ονομασίες από την αρχή δεν έχουν τεθεί με συμβατικό τρόπο, αλλά η φύση των ανθρώπων, σύμφωνα με τις διαφορετικές τους εθνικότητες είχε τα δικά τους χαρακτηριστικά συναισθήματα και δέχθηκε τις δικές τους χαρακτηριστικές εντυπώσεις, κι έτσι καθ’ ένας με τον τρόπο του εκπνέει τον αέρα που διαμορφώνεται από αυτά τα συναισθήματα και τις εντυπώσεις, ανάλογα και με τις γεωγραφικές διαφορές των εθνών. Αργότερα την ιδιαίτερη λαλιά την αντικατάστησαν στον κάθε λαό με κοινή γλώσσα για να αποφεύγουν τη σύγχυση και να κάνουν συντομότερες τις εκφράσεις. Για μερικά πράγματα που δεν είναι ορατά βρήκαν όρους αυτοί που τα ήξεραν καλά κι ένιωθαν την ανάγκη να τα ανακοινώσουν. Οι άλλοι οδηγημένοι από τη σκέψη τους, δέχτηκαν αυτές τις λέξεις και τις χρησιμοποίησαν σαν έννοια που επικράτησε.
Και όμως η κίνηση στα ουράνια φαινόμενα και η αλλαγή (στην κατεύθυνση) και η έκλειψη και η ανατολή και η δύση και τα παρόμοια με αυτά, δεν γίνονται με την ενέργεια κανενός που τα έχει σαν υποχρέωσή του, που τα κανονίζει και θα τα κανονίζει πάντοτε και που ωστόσο κατέχει την τέλεια μακαριότητα και την αφθαρσία. Γιατί οι πολλές ασχολίες, οι φροντίδες και οι θυμοί και οι έγνοιες δεν ταιριάζουν με την μακαριότητα αλλά είναι σημάδια αδυναμίας και φόβου και ανάγκης να στηριχθεί κανείς στους άλλους. Ούτε ότι τα ουράνια σώματα είναι φωτιές που με τα στριφογυρίσματα πήραν σχήμα σφαιρικό και που κατείχαν ωστόσο τη μακαριότητα και ότι εκτελούν τις κινήσεις τους από δική τους βούληση. Πρέπει να τηρούμε τη σοβαρότητα που ταιριάζει σε κάθε μεγαλείο όταν προσκολλούμε σ’ αυτά έννοιες όπως η μακαριότητα και η αθανασία, για να μην προκύπτουν ασύστατες δοξασίες γι ‘ αυτό το θεϊκό μεγαλείο (σέμνωμα). Αλλιώς οι ίδιες αυτές αντιφάσεις αρκούν για να προκαλέσουν τη μεγαλύτερη ταραχή στις ψυχές μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να δεχτούμε ότι από μιας αρχής κατά τη γένεση του κόσμου τα ουράνια σώματα πήραν μαζί με το σχήμα και την αναγκαιότητα και την περιοδικότητα της κίνησής τους.
Και επίσης πρέπει να πιστεύουμε ότι το έργο της φυσικής επιστήμης είναι και το να φτάσουμε σε μια ακριβή γνώση σχετικά με την αιτία των ουρανίων φαινομένων. Επίσης να έχουμε υπ’ όψη μας ότι και η μακαριότητα από αυτό εξαρτάται και ότι επίσης έργο της φυσικής επιστήμης είναι να γνωρίσει το πώς είναι στην πραγματικότητα τα ουράνια σώματα και κάθε τι που συμβάλλει στην ακριβή γνώση από αυτή την άποψη (για την εξασφάλιση δηλ. της μακαριότητας). Επίσης, ότι δεν έχει σημασία η πολλαπλότητα των αιτίων και το ενδεχόμενο πως μπορεί να είναι αλλιώς, και ότι τίποτα απ’ όσα προκαλούν αμφιβολία ή ταραχή δεν μπορεί να σχετίζεται με τη μακάρια και άφθαρτη φύση. Και τούτο είναι απλό στη διάνοιά μας να το αντιληφθεί. Όσα, όμως, εμπίπτουν στην εξέταση των ανατολών, των δύσεων, των τροπών, των εκλείψεων και όλων όσων είναι παρόμοια μ’ αυτά, δεν συντείνουν καθόλου στην μακαριότητα που προκαλεί η γνώση. Όσοι τα γνωρίζουν μεν αλλά δεν έχουν ιδέα για τη βαθύτερη αιτία και για τις αρχικές αιτίες τους, βασανίζονται από τους ίδιους φόβους σαν να μην τα γνώριζαν. Ίσως μάλιστα και από μεγαλύτερους, όταν η απορία που γεννιέται από την εμβάθυνση στις λεπτομέρειες δεν βρίσκει τη λύση της με την κατανόηση της βασικής οικονομίας του κόσμου. Και γι’ αυτό τον λόγο ανακαλύπτουμε πολλές αιτίες και των τροπών και των δύσεων και των ανατολών και των εκλείψεων και των άλλων των παρόμοιων, όπως συμβαίνει και στην εξέταση που κάναμε για τα επί μέρους. Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι έρευνά μας θα παραλείψει να πάρει από αυτά όση ακρίβεια συντελεί στην αταραξία και την μακαριότητα. Πρέπει, λοιπόν, να εξετάζουμε προσεκτικά με πόσους τρόπους παράγεται στη γη ένα φαινόμενο, όταν ερευνούμε τις αιτίες των ουρανίων φαινομένων και όσων δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις και πρέπει να περιφρονούμε όσους δεν αναγνωρίζουν είτε ό,τι υπάρχει ή γίνεται με ένα μόνο τρόπο είτε ό,τι μπορεί να συμβεί με πολλούς, στην περίπτωση των πραγμάτων που μπορούμε να δούμε από μακριά, και ακόμη δεν γνωρίζουν κάτω από ποιες συνθήκες είναι αδύνατον να επιτύχουν ψυχική ηρεμία. Αν, λοιπόν, θεωρούμε πως ένα φαινόμενο μπορεί να συμβεί μ’ έναν τέτοιον τρόπο, και ότι στις συνθήκες υπό τις οποίες είναι εξίσου πιθανό να έχουμε ηρεμία, όταν διαπιστώσουμε ότι μπορεί να συμβεί με πολλούς τρόπους, θα ενοχληθούμε τόσο ως να γνωρίζαμε ότι συμβαίνει μ’ έναν τέτοιο (συγκεκριμένο) τρόπο. Πάνω από όλα γενικά εκείνο που πρέπει να κατανοούμε είναι ότι η βασική ταραχή στις ανθρώπινες ψυχές προέρχεται κατά πρώτο λόγο από το να παίρνει κανείς τα ουράνια σώματα σαν μακάρια και άφθαρτα, ενώ από την άλλη μεριά τους αποδίδει βουλήσεις, δράσεις και αιτιότητες, πράγματα ασυμβίβαστα με τις ανωτέρω δοξασίες. Και ακόμη κατά δεύτερο λόγο η ίδια ταραχή γεννιέται από το να περιμένει κανείς διαρκώς ή να υποψιάζεται ένα αιώνιο βάσανο σύμφωνα με τους μύθους ή από το να φοβάται την κατάσταση αναισθησίας που προκαλείται από το να είναι κανείς πεθαμένος. Όπως ακριβώς συνέβαινε κατά τη γνώμη τους, αλλά και στο να μη θεωρούν ότι παθαίνουν αυτοί αλλά από κάποια παράλογη πίστη. Επομένως, επειδή δεν μπορούν να καθορίσουν που είναι το φοβερό δέχονται ίση ή και μεγαλύτερη ταραχή, επειδή ακριβώς αυτά πιστεύουν. Η αταραξία όμως (η γαλήνη της ψυχής) είναι η λύτρωση από όλες αυτές τις ταραχές και η διατήρηση στη μνήμη των υψηλότερων και σπουδαιότερων αληθειών. Γι’ αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε προσεκτικά τα παρόντα συναισθήματα τόσον εκείνα του ανθρώπου γενικά όσο και τα ατομικά καθώς και όλη την ενάργεια που μας δίδεται από καθένα από τα κριτήρια της αλήθειας. Γιατί αν μελετήσουμε προσεκτικά όλα αυτά, θα εξιχνιάσουμε την αιτία τους και θα απομακρύνουμε την πηγή της ταραχής και του φόβου ερμηνεύοντας σωστά τα ουράνια φαινόμενα και όλα τα άλλα πράγματα που από καιρούς σε καιρούς μας συμβαίνουν και φοβίζουν στον ύψιστο βαθμό τους άλλους ανθρώπους.
Αυτά για χάρη σου λοιπόν, Ηρόδοτε, είναι εν συντομία οι βασικές περί φύσεως απόψεις. Αν αυτές συγκρατηθούν με ακρίβεια και εντυπωθούν, είμαι βέβαιος πως αυτός ο άνθρωπος θα είναι ασύγκριτα καλύτερα εξοπλισμένος από τους άλλους έστω και αν δεν προχωρήσει στη λεπτομερειακή εξακρίβωσή τους. Γιατί, βέβαια, και μόνος του θα ξεκαθαρίσει πολλά λεπτομερειακά σημεία που επεξεργάστηκα στην πλήρη έκθεσή μου και η ίδια η επιτομή απομνημονευόμενη συνεχώς θα τον βοηθεί. Γιατί είναι τέτοια ώστε και εκείνοι που ήδη αρκετά ή τέλεια εξακριβώνουν τις λεπτομέρειες να μπορούν, αναλύοντας τις γνώσεις τους από τις τέτοιες στοιχειώδεις αντιλήψεις, καλύτερα να διεξάγουν τις έρευνές τους στη φυσική επιστήμη σαν σύνολο. Αλλά και εκείνοι που δεν είναι καθόλου μελετητές θα μπορούν σταθερά και γρήγορα να διεξέρχονται τις κυριότερες διδασκαλίες προς επίτευξη της ψυχικής τους γαλήνης.
ΠΗΓΗ: geocities.com